- γεμίσματα
- γέμισμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
ευθύφορος — η, ο 1. αυτός που πορεύεται ή βάλλεται κατευθείαν 2. φρ. «ευθύφορη βολή» βολή που εκτελείται με ισχυρά γεμίσματα και μικρές γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
πυρομαχικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πυρά τής μάχης 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυρομαχικά (πυροτεχν.) τα κάθε είδους πολεμικά εφόδια βολής τών ενόπλων δυνάμεων, όπως είναι τα προωθητικά γεμίσματα και τα βλήματα τών φορητών όπλων και… … Dictionary of Greek
στοιβή — και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα 2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου 3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που… … Dictionary of Greek